Το άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 προέβλεπε αρχικά ότι: «Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, πάσα απόφασις δικαστηρίου ασκούντος πολιτικήν δικαιοδοσίαν θα υπόκειται εις έφεσιν εις το Ανώτατον Δικαστήριον.». Το 2003 στην υπόθεση Χαρούς, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε κατά πλειοψηφία όπως ερμηνεύσει τον όρο «απόφαση» του άρθρου 25(1) κατά τρόπο που να αναφέρεται μόνο σε ενδιάμεσες αποφάσεις καθοριστικές για τα δικαιώματα των διαδίκων. Με την απόφασή της, η Ολομέλεια υιοθέτησε την συλλογιστική της απόφασης στην Χάσικος κ.α. ν. Χαραλαμπίδη του 1990, και απέκλινε από τη συλλογιστική της Price v. Gray .
Μετά την Χαρούς, η πλειοψηφία των ενδιάμεσων αποφάσεων κατέστησαν μη εφέσιμες αυτοτελώς (βλ. και τον αξιόλογο σχολιασμό της Χαρούς σε Μ. Κυριακίδης, ‘Εκκλητές Δικαστικές Αποφάσεις Πολιτικής Δικαιοδοσίας υπό το Πρίσμα της Πρόσφατης Κυπριακής Νομολογίας’ (2006) 1 Επιθεώρηση Κυπριακού και Ευρωπαϊκού Δικαίου 53-66). Η Βουλή των Αντιπροσώπων, μετά και από εισηγήσεις του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, αντέδρασε στην Χαρούς και την ανέτρεψε νομοθετικά με τον τροποποιητικό νόμο 118(Ι)/08, ο οποίος προέβλεψε ότι: «Τηρουμένου του διαδικαστικού κανονισμού, κάθε απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, ανεξάρτητα αν αυτή είναι καθοριστική ή δηλωτική για τα δικαιώματα των διαδίκων, είτε αυτή είναι ενδιάμεση είτε είναι τελική, υπόκειται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο. Νοείται ότι διάδικος που δεν άσκησε εντός της καθορισμένης προθεσμίας έφεση εναντίον ενδιάμεσης απόφασης, δεν αποστερείται του δικαιώματος να εγείρει στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης ζητήματα που αφορούν την ενδιάμεση απόφαση».
Το Ανώτατο Δικαστήριο, κατ’ επίκληση της καθυστέρησης στην εκδίκαση των εφέσεων, επέμεινε όπως επανέλθει νομοθετικά το καθεστώς της Χαρούς. Τελικώς, με τη συγκατάθεση του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, επήλθε νέα νομοθετική τροποποίηση με το ν. 109(Ι)/17, ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από τις 21.7.2017. Με το νέο καθεστώς, το οποίο ως δικονομικό νομοθέτημα εφαρμόζεται επί οποιασδήποτε εκκρεμούσας διαδικασίας έφεσης, ανεξαρτήτως αν αυτή καταχωρήθηκε πριν ή μετά τις 21.7.2017, προβλέφθηκε ότι:
«Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, σε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπόκειται-
(α) Κάθε τελική απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία,
(β) απαγορευτικά ή προστακτικά διατάγματα (παρεμπίπτοντα ή διηνεκή) ή διατάγματα διορισμού παραλήπτη που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου, και
(γ) ενδιάμεσες αποφάσεις απόλυτα καθοριστικές ως προς το αποτέλεσμά τους για τα δικαιώματα των διαδίκων». Ενώ δηλαδή η Χαρούς αναφερόταν σε καθοριστικές αποφάσεις για τα δικαιώματα των διαδίκων, με την νέα νομοθετική τροποποίηση προβλέφθηκε ο όρος ‘απόλυτα καθοριστικές’ με ό,τι αυτό δυνατόν να συνεπάγεται. Εξακολουθεί να προβλέπεται η δυνατότητα οποιουδήποτε διαδίκου να εγείρει ζητήματα που αφορούν οποιαδήποτε ενδιάμεση απόφαση στο στάδιο της έφεσης εναντίον της τελικής απόφασης.
Στην Oneworld, στις 13.12.2018, το Ανώτατο Δικαστήριο, έκρινε ότι:
«Σκοπός του τροποποιητικού Νόμου 109(Ι)/2017 είναι η αποφυγή αχρείαστων παρατάσεων και ο περιορισμός των διαδικαστικών διαδικασιών, καθώς και η αποτροπή ενθάρρυνσης αποσπασματικών εφέσεων και κατατεμαχισμού τους (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αστρασολ Λτδ κ.ά., Π.Ε. 32/18, ημερ. 24.7.2018). Ορθή ερμηνευτική προσέγγιση του εξεταζόμενου άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου, προσδιορίζει ως εφέσιμες τις ενδιάμεσες αποφάσεις οι οποίες, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων και δεδομένων που τις καλύπτουν, καθορίζουν κατά τρόπο απόλυτο και τελεσίδικο τα δικαιώματα των διαδίκων, επιδρώντας καταλυτικά σε αυτά. Όπου όμως τα δικαιώματα και οι απορρέουσες από αυτά αξιώσεις παραμένουν αλώβητα προς τελικό καθορισμό τους στα πλαίσια της δίκης, δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατ΄ ακολουθία του εξεταζόμενου άρθρου 25(1)(γ) του Νόμου».
Στην Oneworld εφεσιβλήθηκε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η επαναφορά της αγωγής που είχε απορριφθεί λόγω μη εκπροσώπησής τους στη διαδικασία και ο παραμερισμός απόφασης επί της ανταπαίτησης των Εφεσειόντων. Το Ανώτατο Δικαστήριο, ενεργώντας ως Εφετείο, έκρινε ότι:
«είναι η κατάληξή μας ότι η εφεσιβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση δεν είναι εφέσιμη, αφού οι αξιώσεις των δύο μερών, αγωγή και ανταπαίτηση, εξακολουθούν να υφίστανται και τα όποια δικαιώματα και νομικά και πραγματικά θέματα που εγείρονται, συνεχίζουν να αποτελούν επίδικα ζητήματα. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι διάδικοι θα έχουν την ευκαιρία να προβάλουν τις εκατέρωθεν θέσεις τους στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, η οποία αναμένεται να λάβει χώραν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου».
Η πιο πάνω ήταν η πρώτη απόφαση στην οποία ερμηνεύθηκε το το άρθρο 25(1), ως έχει τροποποιηθεί με το ν. 109(Ι)/17. Ακολούθησαν αρκετές ακόμα αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το παρόν σημείωμα όμως, σκοπό έχει να αναφερθεί στην πλέον πρόσφατη σχετική απόφαση που εκδόθηκε στις 31.10.2019, στην Κοτσώνης v. Δήμος Γερίου. Λόγω παράλειψης της εφεσίβλητης – απαλλοτριούσας αρχής να καταχωρήσει εμφάνιση, εκδόθηκε απόφαση εναντίον της. Ακολούθως, μετά από σχετική αίτηση της απαλλοτριούσας αρχής, το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι δικαιολογείτο ο παραμερισμός της εκδοθείσας απόφασης. Εναντίον της απόφασης παραμερισμού της απόφασης καταχωρήθηκε έφεση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ενεργώντας ως Εφετείο, αποφάσισε τα ακόλουθα:
«Πριν καταγραφούν οι εγειρόμενοι λόγοι έφεσης, αναφορά θα γίνει στη θέση των εφεσιβλήτων ότι είναι αμφίβολο το κατά πόσο, ενόψει και της νομολογίας, η εν λόγω απόφαση, ως ενδιάμεση, είναι εφέσιμη. Παραπέμπουν επί τούτου στις Evand Promotions Ltd κ.α. v. Frank Rutman (Αρ. 1) (1998) 1 ΑΑΔ 92 (ενδιάμεση απόφαση απορριπτική αιτήματος για την έκδοση συνοπτικής απόφασης) και APAK AGRO INDUSTRIES LTD κ.α. ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ (2000) 1 ΑΑΔ 361 (οδηγίες που έδωσε το Δικαστήριο για την πορεία της δίκης). Περαιτέρω, με αναφορά στη Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη (2004) 1 ΑΑΔ 327 (ενδιάμεση απόφαση για παράταση του χρόνου καταχώρησης έκθεσης απαίτησης) τονίζουν πως «μόνο αποφάσεις καθοριστικές ή δηλωτικές για τα δικαιώματα των διαδίκων υπόκεινται σε έφεση και κατά συνέπεια μόνο ενδιάμεσες αποφάσεις που έχουν άμεσες επιπτώσεις στα δικαιώματα των διαδίκων μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο έφεσης». Τυχόν αποδοχή της θέσης ότι είναι εφέσιμη η συγκεκριμένη ενδιάμεση απόφαση, θα σήμαινε, κατά τους εφεσίβλητους, τη δημιουργία δυνατότητας καταχώρησης και δεύτερης έφεσης από τον εφεσείοντα στο ενδεχόμενο αποτυχίας της παρούσας, όπως και αποτυχίας και κατά το στάδιο της εκδίκασης της κυρίως διαφοράς από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Έχοντας εξετάσει το ζήτημα, παρατηρείται πως η νομολογία, στην οποία παραπέμπουν οι εφεσίβλητοι, διαφοροποιείται από την παρούσα. Εν προκειμένω, η εφεσιβαλλόμενη απόφαση είναι καθοριστική των δικαιωμάτων του εφεσείοντα, καθότι με αυτήν επανανοίγεται η υπόθεση, οπότε και τα δικαιώματά του επίσης θα τεθούν υπό αναθεώρηση. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί του μη εφέσιμου της απόφασης δεν ευσταθεί».
Το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφασή του, να κρίνει ότι η απαλλοτριούσα αρχή είχε επιδείξει ασύγγνωστη αδιαφορία προς την εκκρεμούσα δικαστική διαδικασία και ότι η αίτηση παραμερισμού θα έπρεπε συνακόλουθα να είχε απορριφθεί. Κρίθηκε συνεπώς ότι η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κοτσώνης αναφέρθηκε μόνο σε αποφάσεις προγενέστερες του ν. 109(Ι)/(17), οι οποίες όντως δεν είχαν συνάφεια με την υπό εκδίκαση υπόθεση. Δεν αναφέρθηκε αντίθετα καθόλου στην Oneworld, η οποία συνιστά απόφαση ομοιόβαθμου δικαστηρίου και στην οποία κρίθηκε ότι αντίστοιχη απόφαση παραμερισμού απόφασης (επί της ανταπαίτησης, καθώς και επαναφορά αγωγής) δεν ήταν εφέσιμη, εφόσον οι αξιώσεις εξακολουθούσαν να υφίστανται και τα δικαιώματα των διαδίκων συνέχιζαν να είναι επίδικα.
Δεν θεωρώ ότι συντρέχουν λόγοι διάκρισης μεταξύ των δύο αποφάσεων, αλλά ότι πρόκειται για αντιφατική νομολογία. Η απόφαση στην Κοτσώνης σύμφωνα με την οποία η απόφαση παραμερισμού εκδοθείσας απόφασης είναι καθοριστική των δικαιωμάτων του διαδίκου, καθότι με αυτήν επανανοίγεται η υπόθεση, οπότε και τα δικαιώματά του επίσης θα τεθούν υπό αναθεώρηση, δεν θα μπορούσε να είχε ληφθεί με βάση τις αρχές του νομολογιακού προηγουμένου, χωρίς προηγούμενη αναφορά στην Oneworld. Έχοντας ληφθεί κατά παραγνώριση της προηγούμενης απόφασης του Εφετείου στην Oneworld, άνευ αναφοράς ως προς τους λόγους, η Κοτσώνης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποφασίστηκε per incuriam (βλ. και πρόσφατα την Koza).
Εντούτοις, ως προς την ουσία, θα θεωρούσα ότι, ως προς το υπό συζήτηση θέμα, η Κοτσώνης είναι ορθότερη από την Oneworld. Αν και αμφότερες οι αποφάσεις είναι ιδιαιτέρως φειδωλές, ως προς την αιτιολόγηση του κατ’ εξοχήν επίδικου ζητήματος, πλην όμως η ουσία της συλλογιστικής της Κοτσώνης αποδίδει ορθότερα την κατάσταση πραγμάτων που δημιουργείται μετά από μια απόφαση με την οποία παραμερίζεται εκδοθείσα απόφαση, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη πως όντως οι λόγοι για τους οποίους παραμερίστηκε μια απόφαση δεν είναι ευχερές να τύχουν εξέτασης με την ουσία της αγωγής, αλλά το ενδεδειγμένο είναι όπως τύχουν χωριστής εκδίκασης. Με τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης δημιουργείται μια νέα κατάσταση πραγμάτων και η αγωγή ξαναρχίζει μέσα σε διαφορετικό πλαίσιο. Επαφίεται στην Πλήρη Ολομέλεια να επιλύσει οριστικά (μέχρι νεωτέρας) το ζήτημα, όταν και αν τεθεί σχετική υπόθεση ενώπιον της.